- αναλλαγιά
- η [ανάλλαγος]η αναλλαξιά*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
αναλλαξιά — και αναλλαγιά, η το να μην αντικαθιστά κανείς τα βρόμικα εσώρουχα του με καθαρά … Dictionary of Greek
αναλλαξιά — αναλλαξιά, η και αναλλαγιά, η το να μην αλλάζει κανείς με καθαρά τα βρόμικα εσώρουχά του: Από την αναλλαξιά βρομούσε ολόκληρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)